Γερμανικά » Γαλλικά

Ort1 <-[e]s, -e> [ɔrt] ΟΥΣ αρσ

1. Ort (Stelle, Erscheinungsort):

Ort
lieu αρσ

3. Ort (Belegstelle):

ιδιωτισμοί:

höheren Ortes τυπικ

Ort2

vor Ort ΜΕΤΑΛΛΕΥΤ

Παραδειγματικές φράσεις με Ortes

höheren Ortes τυπικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina