Not <-, Nöte> [noːt] ΟΥΣ θηλ
2. Not (Bedrängnis):
-
détresse θηλ
3. Not χωρίς πλ απαρχ (Notwendigkeit):
-
nécessité θηλ
ιδιωτισμοί:
-
Not macht erfinderisch παροιμ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.