Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ώστε“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ώστε [ˈɔstɛ] ΣΎΝΔ

1. ώστε (έτσι που να):

er ist so dumm, dass er

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский