Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ύψος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ύψος [ˈipsɔs] SUBST ουδ

1. ύψος (κτιρίου, ήχου, επίπεδο, βαθμός):

ύψος
Höhe θηλ
τι ύψος έχει το …;
wie hoch ist das …?
ύψος ζημιάς
Schadenshöhe θηλ
απόλυτο ύψος
absolute Höhe θηλ

2. ύψος (σώματος):

ύψος
Größe θηλ
τι ύψος έχεις;
ύψος σώματος
ύψος σώματος
Körperlänge θηλ

3. ύψος μτφ (ηθικά, πνευματικά):

ύψος
Erhabenheit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский