Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „όφελος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

όφελος [ˈɔfɛlɔs] SUBST ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με όφελος

όφελος ουδ χρήσης ΝΟΜ
προς όφελος +γεν
zugunsten +γεν
δημόσιο όφελος
Gemeinwohl ουδ
προς όφελος εκείνων που
προς όφελος των

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский