Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ως“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ως [ɔs] PREP (μέχρι)

ως
bis

II . ως [ɔs] ΕΠΊΡΡ

1. ως (όπως):

ως
wie
ως προς

2. ως (ομοιωματικό):

ως
als

III . ως [ɔs] ΣΎΝΔ (όταν)

ως
als

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский