Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψύχωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψύχωσ|η <-εις> [ˈpsixɔsi] SUBST θηλ

ψύχωση
Psychose θηλ
έχω ψύχωση με κάτι/κάποιον μτφ

Παραδειγματικές φράσεις με ψύχωση

έχω ψύχωση με κάτι/κάποιον μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский