Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψυγείο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψυγείο [psiˈjiɔ] SUBST ουδ

1. ψυγείο (για τρόφιμα):

ψυγείο
Kühlschrank αρσ

2. ψυγείο (αυτοκινήτου):

ψυγείο
Kühler αρσ
Kühlbox θηλ

3. ψυγείο (φορτηγό):

ψυγείο
Kühlwagen αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με ψυγείο

βαγόνι ψυγείο
Kühlwagen αρσ
Kühlbox θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский