Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψειρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψειρί|ζω <-σα> [psiˈrizɔ] VERB μεταβ

1. ψειρίζω (καθαρίζω από τις ψείρες):

ψειρίζω

2. ψειρίζω μτφ (εξετάζω σχολαστικά):

ψειρίζω
ψειρίζω τη μαϊμού

Παραδειγματικές φράσεις με ψειρίζω

ψειρίζω τη μαϊμού

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский