Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψίχα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψίχα [ˈpsixa] SUBST θηλ

1. ψίχα (ψωμιού):

ψίχα
weiches Inneres ουδ

2. ψίχα (καρπού):

ψίχα
Fruchtfleisch ουδ

ιδιωτισμοί:

μια ψίχα (λιγάκι)

Παραδειγματικές φράσεις με ψίχα

μια ψίχα (λιγάκι)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский