Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ψάλλω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ψάλ|λω <-α> [ˈpsalɔ] VERB αμετάβ

ψάλλω

Παραδειγματικές φράσεις με ψάλλω

ψάλλω εγκώμιο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский