Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χύνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . χύ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ˈçinɔ] VERB μεταβ

1. χύνω (υγρό, σίδερο):

χύνω
χύνω δάκρυα

2. χύνω (κατά λάθος: κρασί κτλ):

χύνω

3. χύνω (εκσπερματώνω):

χύνω

II . χύνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. χύνομαι (γάλα):

2. χύνομαι (ποταμός):

sich ergießen in +αιτ

3. χύνομαι (για πλήθος: ορμώ):

Παραδειγματικές φράσεις με χύνω

χύνω δάκρυα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский