Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χρόνος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χρόνος [ˈxrɔnɔs] SUBST αρσ

3. χρόνος ΓΛΩΣΣ:

χρόνος
Zeit θηλ
χρόνος
Tempus ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με χρόνος

χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει
χρόνος αρσ φόρτωσης
Ladezeit θηλ
χρόνος αρσ αναμονής
Wartezeit θηλ
χρόνος αρσ επώασης
χρόνος αρσ μαθητείας
Lehrzeit θηλ
χρόνος αρσ έκθεσης ΦΩΤΟΓΡ
χρόνος αρσ απιοντισμού
χρόνος αρσ εκφόρτωσης
χρόνος αρσ διεκπεραίωσης
χρόνος αρσ επεξεργασίας
ελεύθερος χρόνος
Freizeit θηλ
πραγματικός χρόνος Η/Υ
Echtzeit θηλ
λανθάνον χρόνος ΙΑΤΡ
Latenzzeit θηλ
αστρικός χρόνος
Sternzeit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский