Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χρήμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χρήμα [ˈxrima] SUBST ουδ meist πλ

Παραδειγματικές φράσεις με χρήμα

Buchgeld ουδ
δικτυακό χρήμα Η/Υ
Netzgeld ουδ
καυτό χρήμα
heißes Geld ουδ
Geldumlauf αρσ
ρευστό χρήμα
Bargeld ουδ
βρόμικο χρήμα ΟΙΚΟΝ
ο χρόνος είναι χρήμα
παροχή σε χρήμα
εισφορά σε χρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский