Ελληνικά » Γερμανικά

αντρούλ|ης <-ηδες> [anˈdrulis] SUBST αρσ

κοντούλ|ης (-α) [kɔnˈdulis, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

χοντροδουλειά [xɔndrɔðuˈʎa] SUBST θηλ

χοντροκέφαλ|ος <-η, -ο> [xɔndrɔˈcɛfalɔs] ΕΠΊΘ

κατουρλ|ής [katurˈlis], κατρουλ|ής <-ήδες> SUBST αρσ

1. κατουρλής οικ (που κατουριέται πάνω του):

2. κατουρλής οικ (φοβητσιάρης):

Angsthase αρσ

χοντρέλα [xɔnˈdrɛla] SUBST θηλ

1. χοντρέλα μειωτ (λίγο χοντρή):

Dickerchen ουδ

2. χοντρέλα μειωτ (πολύ χοντρή):

dicke/fette Tonne θηλ

χοντρικ|ός <-ή, -ό> [xɔndriˈkɔs] ΕΠΊΘ

χοντρόφλουδος ΕΠΊΘ

Καταχώριση χρήστη
dickschalig αμετάβλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский