Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χονδρικής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αγοραστής αρσ χονδρικής
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „χονδρικής“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Großhandelsrabatt ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
έκπτωση θηλ χονδρικής
αγοραστής αρσ (αγοράστρια) θηλ χονδρικής
αγορά θηλ χονδρικής πώλησης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский