Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χαμόγελο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χαμόγελο [xaˈmɔjɛlɔ] SUBST ουδ

1. χαμόγελο (γενικά):

χαμόγελο
Lächeln ουδ

2. χαμόγελο (σαρκαστικό):

χαμόγελο
Grinsen ουδ

3. χαμόγελο (γιακάς):

χαμόγελο
Bateau-Kragen αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский