Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φόρα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φόρα [ˈfɔra] SUBST θηλ

1. φόρα (ορμή):

φόρα
Schwung αρσ
βγάζω στη φόρα

2. φόρα (τρέξιμο πριν από πήδημα):

φόρα
Anlauf αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский