Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φωνή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φωνή [fɔˈni] SUBST θηλ

1. φωνή (ήχος κατά την ομιλία) ΜΟΥΣ:

φωνή
Stimme θηλ
Stentorstimme θηλ

3. φωνή ΓΛΩΣΣ:

Aktiv/Passiv ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский