Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φροντίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . φροντί|ζω <-σα, -σμένος> [frɔnˈdizɔ] VERB μεταβ

1. φροντίζω (ενδιαφέρομαι):

φροντίζω κάποιον/κάτι

2. φροντίζω (περιποιούμαι: κήπο):

φροντίζω

II . φροντί|ζω <-σα, -σμένος> [frɔnˈdizɔ] VERB αμετάβ (αναλαμβάνω ευθύνη)

Παραδειγματικές φράσεις με φροντίζω

φροντίζω κάποιον/κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский