Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φορτώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φορτώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [fɔrˈtɔnɔ] VERB μεταβ

1. φορτώνω (όχημα):

φορτώνω με

2. φορτώνω (εμπόρευμα):

φορτώνω

Παραδειγματικές φράσεις με φορτώνω

τα φορτώνω στον κόκορα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский