Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φιμώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φιμώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [fiˈmɔnɔ] VERB μεταβ

1. φιμώνω (ζώο):

φιμώνω ένα σκυλί

2. φιμώνω (άνθρωπο, με ύφασμα):

φιμώνω

3. φιμώνω μτφ:

φιμώνω

Παραδειγματικές φράσεις με φιμώνω

φιμώνω ένα σκυλί

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский