Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φήμη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φήμη [ˈfimi] SUBST θηλ

1. φήμη (διάδοση):

φήμη
Gerücht ουδ

2. φήμη (καλή ή κακή, όνομα):

φήμη
Ruf αρσ
καλή/κακή φήμη

3. φήμη (υπόληψη):

φήμη
Ansehen ουδ

4. φήμη ΟΙΚΟΝ:

Goodwill αρσ
Firmenwert αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με φήμη

Goodwill αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский