Ελληνικά » Γερμανικά

φάρμακο [ˈfarmakɔ] SUBST ουδ

γενόσημο φάρμακο ουδ
Generikum ουδ

αντικαταθλιπτικό (φάρμακο) [andikataθliptiˈkɔ (ˈfarmakɔ)] SUBST ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με φάρμακο

πραϋντικό φάρμακο
ψυχεδελικό φάρμακο
εκτρωτικό φάρμακο
εμετικό φάρμακο
ηρεμιστικό (φάρμακο)
αφροδισιακό (φάρμακο)
νευροληπτικό (φάρμακο)
μαλακτικό φάρμακο
στυπτικό φάρμακο
αιμοστατικό φάρμακο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский