Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υποχρέωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υποχρέωσ|η <-εις> [ipɔˈxrɛɔsi] SUBST θηλ

2. υποχρέωση (καθήκον):

υποχρέωση
Pflicht θηλ
βασική υποχρέωση
Grundpflicht θηλ
φορολογική υποχρέωση
Steuerpflicht θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με υποχρέωση

υποχρέωση θηλ έγκρισης
υποχρέωση θηλ εποπτείας ΝΟΜ
υποχρέωση θηλ εχεμύθειας ΝΟΜ
υποχρέωση θηλ υπακοής
υποχρέωση θηλ προστασίας
υποχρέωση θηλ επιμέλειας ΝΟΜ
υποχρέωση θηλ προσχώρησης
υποχρέωση θηλ διαφώτισης ΝΟΜ
υποχρέωση θηλ παράστασης
υποχρέωση θηλ αποδοχής ΝΟΜ
υποχρέωση θηλ εγγύησης ΝΟΜ
υποχρέωση θηλ κατάθεσης
ενοχική υποχρέωση
εγγυητική υποχρέωση ΝΟΜ
κύρια υποχρέωση
φορολογική υποχρέωση
βασική υποχρέωση
υποχρέωση ΝΟΜ καταγραφής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский