Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υπηρετώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . υπηρετ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα> [ipirɛˈtɔ] VERB μεταβ

1. υπηρετώ (προσφέρω υπηρεσία):

υπηρετώ κάτι/κάποιον

2. υπηρετώ (εξυπηρετώ: πελάτη):

υπηρετώ

II . υπηρετ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα> [ipirɛˈtɔ] VERB αμετάβ

1. υπηρετώ (εργάζομαι):

υπηρετώ

2. υπηρετώ ΣΤΡΑΤ:

υπηρετώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский