Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „υπερβολικά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

υπερβολικά [ipɛrvɔliˈka] ΕΠΊΡΡ

1. υπερβολικά (υπέρμετρα):

υπερβολικά
είναι υπερβολικά ευαίσθητος

2. υπερβολικά (που ενέχει υπερβολή):

υπερβολικά
είναι υπερβολικά γενναιόδωρος

Παραδειγματικές φράσεις με υπερβολικά

υπερβολικά ευαίσθητος
είναι υπερβολικά ευαίσθητος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский