Ελληνικά » Γερμανικά

I . υδραυλικ|ός <-ή, -ό> [iðravliˈkɔs] ΕΠΊΘ

II . υδραυλικ|ός [iðravliˈkɔs] SUBST αρσ

υδραυλικός
Installateur αρσ
υδραυλικός αρσ
Klempner αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με υδραυλικός

υδραυλικός συμπλέκτης
υδραυλικός γρύλος
υδραυλικός κύλινδρος
υδραυλικός εκσκαφέας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский