Ελληνικά » Γερμανικά

τύπος [ˈtipɔs] SUBST αρσ

1. τύπος (είδος, άτομο):

τύπος
Typ αρσ

2. τύπος (μορφή):

τύπος
Form θηλ

3. τύπος (υπόδειγμα):

τύπος
Muster ουδ

4. τύπος (εφημερίδες):

τύπος
Presse θηλ
ημερήσιος τύπος
Tagespresse θηλ
κίτρινος τύπος
κίτρινος τύπος
Skandalpresse θηλ

5. τύπος:

τύπος ΧΗΜ, ΜΑΘ
Formel θηλ
αναδρομικός τύπος ΜΑΘ
αναδρομικός τύπος ΜΑΘ
δευτεροβάθμιος τύπος ΜΑΘ
μοριακός τύπος
μοριακός τύπος
χημικός τύπος
chemische Formel θηλ
τύπος (Mann) αρσ οικ
Kerl αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με τύπος

τύπος αρσ τετραγωνισμού ΜΑΘ
τύπος αρσ παρεμβολής
τύπος αρσ δέρματος
Hauttyp αρσ
τύπος αρσ αρχείου
Dateityp αρσ
κίτρινος τύπος
αναγωγικός τύπος ΜΑΘ
κλειστός τύπος
αναδρομικός τύπος ΜΑΘ
μοριακός τύπος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский