Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τρυπάνι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τρυπάνι [triˈpani] SUBST ουδ

1. τρυπάνι (εξάρτημα):

τρυπάνι
Bohrer αρσ
ελικοειδές τρυπάνι
Spiralbohrer αρσ
τρυπάνι λιθοδομής
Steinbohrer αρσ

2. τρυπάνι (μηχανή):

τρυπάνι
Bohrmaschine θηλ
ηλεκτρικό τρυπάνι
ηλεκτρικό τρυπάνι
Elektrobohrer αρσ
χειροκίνητο τρυπάνι
Handbohrer αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με τρυπάνι

ελικοειδές τρυπάνι
τρυπάνι λιθοδομής
ηλεκτρικό τρυπάνι
χειροκίνητο τρυπάνι
Handbohrer αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский