Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τραύμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τραύμα [ˈtravma] SUBST ουδ

1. τραύμα (βλάβη του σώματος):

τραύμα
Verletzung θηλ
τραύμα από κόψιμο
επιπόλαιο τραύμα

2. τραύμα ΨΥΧ:

τραύμα
Trauma ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με τραύμα

επιπόλαιο τραύμα
τραύμα από κόψιμο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский