Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τρέλα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τρέλα [ˈtrɛla] SUBST θηλ

2. τρέλα (ανοησία):

τρέλα
Dummheit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский