Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τράκα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τράκα [ˈtraka] SUBST θηλ

1. τράκα (κρότος):

τράκα
Knall αρσ

2. τράκα (χρημάτων):

τράκα
Schnorren ουδ
κάνω τράκα

Παραδειγματικές φράσεις με τράκα

κάνω τράκα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский