Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τεχνητός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τεχνητ|ός <-ή, -ό> [tɛxniˈtɔs] ΕΠΊΘ (επίσης: αφύσικος)

τεχνητός

Παραδειγματικές φράσεις με τεχνητός

τεχνητός δορυφόρος
τεχνητός ορίζοντας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский