Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ταλαιπωρώ , ταλαιπωρία και ταλαίπωρος

I . ταλαιπωρ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [talɛpɔˈrɔ] VERB μεταβ

II . ταλαιπωρούμαι VERB αυτοπ ρήμα

ταλαιπωρία [talɛpɔˈria] SUBST θηλ

ταλαίπωρ|ος <-η, -ο> [taˈlɛpɔrɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский