Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τάση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τάσ|η <-εις> [ˈtasi] SUBST θηλ

1. τάση (έκταση, τέντωμα):

τάση
Ausdehnung θηλ

2. τάση (ένταση) ΗΛΕΚ:

τάση
Spannung θηλ
υψηλή τάση ΗΛΕΚ
Hochspannung θηλ
χαμηλή τάση
τάση αίγλης
Glimmspannung θηλ
Zündspannung θηλ
ανοδική τάση
δυναμική τάση
τάση εκτροπής
τάση εργασίας
οριακή τάση
Grenzspannung θηλ
τάση παλμού

3. τάση μτφ (κάποιας εξέλιξης):

τάση
Tendenz θηλ
τάση προς
Trend αρσ zu
τάση ανάκαμψης ΟΙΚΟΝ
ανοδική τάση
ανοδική τάση
γραμμική τάση ΣΤΑΤ
linearer Trend αρσ
τάση των τιμών
Preistendenz θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με τάση

τάση θηλ κάμψης
τάση θηλ διαμόρφωσης
τάση θηλ πόλωσης
τάση θηλ παλμού
τάση θηλ ανάκαμψης
χαμηλή τάση
τάση αίγλης
τάση ανάκαμψης ΟΙΚΟΝ
υψηλή τάση ΗΛΕΚ
οριακή τάση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский