Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „τάξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

τάξ|η <-εις> [ˈtaksi] SUBST θηλ

1. τάξη (αντίθετο του χάους, σύστημα) ΒΙΟΛ:

τάξη
Ordnung θηλ
δημόσια τάξη

2. τάξη (σειρά):

τάξη
Reihenfolge θηλ

4. τάξη (σε ιεραρχία):

τάξη
Rang αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με τάξη

Bauerntum ουδ
αστική τάξη
Bürgertum ουδ
έννομη τάξη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский