Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σώμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σώμα [ˈsɔma] SUBST ουδ

2. σώμα (σύνολο ατόμων):

σώμα
Körperschaft θηλ

3. σώμα ΣΤΡΑΤ:

σώμα
Korps ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский