Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σώζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . σώ|ζω <-σα, -θηκα, -σμένος> [ˈsɔzɔ] VERB μεταβ

2. σώζω (διατηρώ):

σώζω

II . σώζομαι VERB αυτοπ ρήμα

2. σώζομαι Η/Υ (αποθηκεύω):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский