Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σύνολο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σύνολο [ˈsinɔlɔ] SUBST ουδ

1. σύνολο (ακέραιη ποσότητα):

σύνολο
Gesamtheit θηλ

2. σύνολο (αριθμός):

σύνολο
Summe θηλ

3. σύνολο ΜΑΘ:

σύνολο
Menge θηλ
αριθμήσιμο σύνολο
γενικό σύνολο ΟΙΚΟΝ
Gesamtsumme θηλ
geordnete Menge θηλ
κυρτό σύνολο
konvexe Menge θηλ
πεπερασμένο σύνολο
endliche Menge θηλ
τέλειο σύνολο
perfekte Menge θηλ
φραγμένο σύνολο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский