Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σύμπτωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σύμπτωσ|η <-εις> [ˈsimptɔsi] SUBST θηλ

1. σύμπτωση (κάτι το τυχαίο):

σύμπτωση
Zufall αρσ
αυτό ήταν σύμπτωση
κατά σύμπτωση

2. σύμπτωση (το να συμπίπτει κάτι):

σύμπτωση
σύμπτωση
Zusammenfall αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με σύμπτωση

κατά σύμπτωση
αυτό ήταν σύμπτωση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский