Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σύγκρουση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σύγκρουσ|η <-εις> [ˈsiŋgrusi] SUBST θηλ

1. σύγκρουση:

σύγκρουση
Zusammenstoß αρσ
σύγκρουση δεξαμενόπλοιου
πυρηνική σύγκρουση ΦΥΣ

2. σύγκρουση μτφ (διαφωνία, αντίθεση):

σύγκρουση
Konflikt αρσ
σύγκρουση γενεών
σύγκρουση ενδιαφερόντων
σύγκρουση καθηκόντων
κοινωνική σύγκρουση
σύγκρουση νόμων

Παραδειγματικές φράσεις με σύγκρουση

σύγκρουση θηλ δεξαμενόπλοιου
φυλετική σύγκρουση
κοινωνική σύγκρουση
σύγκρουση γενεών
σύγκρουση ενδιαφερόντων
σύγκρουση καθηκόντων
σύγκρουση νόμων
σύγκρουση δεξαμενόπλοιου
πυρηνική σύγκρουση ΦΥΣ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский