Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σωληνάριο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σωληνάριο [sɔliˈnariɔ] SUBST ουδ

1. σωληνάριο (μαλακό):

σωληνάριο
Tube θηλ

2. σωληνάριο (σκληρό, για χάπια):

σωληνάριο
Röhrchen ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με σωληνάριο

δακρυϊκό σωληνάριο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский