Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σχολιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σχολ|ιάζω <-ίασα, -ιάστηκα, -ιασμένος> [sxɔliˈazɔ] VERB μεταβ

1. σχολιάζω (κάνω σχόλιο):

σχολιάζω

2. σχολιάζω (επεξηγώ):

σχολιάζω

3. σχολιάζω (επικρίνω):

σχολιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский