Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σχετίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . σχετί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [sçɛˈtizɔ] VERB μεταβ

II . σχετίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με σχετίζω

σχετίζω κάτι με κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский