Ελληνικά » Γερμανικά

σχέδιο [ˈsçɛðiɔ] SUBST ουδ

2. σχέδιο (σχεδιάγραμμα, πλάνο, πρόγραμμα):

σχέδιο
Plan αρσ
σύμφωνα με το σχέδιο

3. σχέδιο (προσχέδιο):

σχέδιο
Entwurf αρσ
σχέδιο νόμου
Gesetzentwurf αρσ

4. σχέδιο (σε ύφασμα):

σχέδιο
Muster ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский