Ελληνικά » Γερμανικά

I . σφί|γγω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ˈsfiŋgɔ] VERB μεταβ

1. σφίγγω (περιβάλλω και πιέζω):

σφίγγω
σφίγγω τα χέρια μου

2. σφίγγω (σκοινί):

σφίγγω
σφίγγω το ζωνάρι μου μτφ

3. σφίγγω (βίδες):

σφίγγω

4. σφίγγω (μυς):

σφίγγω

5. σφίγγω (για ρούχο):

6. σφίγγω (το χέρι άλλου):

σφίγγω

7. σφίγγω μτφ (ζορίζω κάποιον):

σφίγγω

II . σφί|γγω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ˈsfiŋgɔ] VERB αμετάβ

1. σφίγγω (γίνομαι στερεός: τσιμέντο κτλ):

σφίγγω

2. σφίγγω (μαγκώνω):

σφίγγω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский