Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συντηρώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συντηρ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [sindiˈrɔ] VERB μεταβ

1. συντηρώ (διατηρώ, διαφυλάγω: μνημεία κτλ):

συντηρώ

2. συντηρώ (οικογένεια, συγγενή, σπίτι):

συντηρώ

3. συντηρώ (μηχανή, αυτοκίνητο):

συντηρώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский