Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συνεταιρισμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συνεταιρισμός [sinɛtɛrizˈmɔs] SUBST αρσ

συνεταιρισμός
συνεταιρισμός αγοραστών
αγροτικός/γεωργικός συνεταιρισμός
αγροτικός/γεωργικός συνεταιρισμός
αλιευτικός συνεταιρισμός
επαγγελματικός συνεταιρισμός
ευρωπαϊκός συνεταιρισμός
συνεταιρισμός καταναλωτών
οικοδομικός συνεταιρισμός
παραγωγικός συνεταιρισμός
πιστωτικός συνεταιρισμός

Παραδειγματικές φράσεις με συνεταιρισμός

γεωργικός συνεταιρισμός
πιστωτικός συνεταιρισμός
συνεταιρισμός αγοραστών
δασικός συνεταιρισμός
γαλακτοκομικός συνεταιρισμός
εμπορικός συνεταιρισμός
αλιευτικός συνεταιρισμός
επαγγελματικός συνεταιρισμός
ευρωπαϊκός συνεταιρισμός
συνεταιρισμός καταναλωτών
οικοδομικός συνεταιρισμός
παραγωγικός συνεταιρισμός
συνεταιρισμός αρσ αποταμιεύσεων και δανείων ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Spar- und Darlehenskasse θηλ
αγροτικός/γεωργικός συνεταιρισμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский