Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „συνείδηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

συνείδησ|η <-εις> [siˈniðisi] SUBST θηλ

1. συνείδηση (αντίληψη, επίγνωση):

συνείδηση
Bewusstsein ουδ
έχω συνείδηση ενός πράγματος
sich δοτ einer Sache γεν bewusst sein
εθνική συνείδηση
συνείδηση για το περιβάλλον
ταξική συνείδηση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский